- σταγονίτσα
- droplet
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σταλίτσα — η, Ν [στάλα] 1. μικρή στάλα, σταγονίτσα 2. ελάχιστη ποσότητα («δώσε μου μια σταλίτσα μόνο») … Dictionary of Greek